- ταριχείᾳ
- ταρῑχείᾱͅ , ταριχείαfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταριχεία — ταρῑχείᾱ , ταριχεία fem nom/voc/acc dual ταρῑχείᾱ , ταριχεία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχεία — η, ΝΑ, και ιων. τ. ταριχηΐη Α [ταριχεύω] 1. (κυρίως σχετικά με ψάρια) ταρίχευση, πάστωμα 2. διατήρηση σώματος νεκρού από τη σήψη με κατάλληλα φαρμακευτικά παρασκευάσματα, βαλσάμωμα αρχ. 1. διαβροχή, μούσκεμα 2. στον πληθ. αἱ ταριχεῑαι α)… … Dictionary of Greek
ταριχείας — ταρῑχείᾱς , ταριχεία fem acc pl ταρῑχείᾱς , ταριχεία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχηίας — ταρῑχηΐᾱς , ταριχεία fem acc pl (ionic) ταρῑχηΐᾱς , ταριχεία fem gen sg (attic doric ionic aeolic) ταριχηίᾱς , ταριχηίη preserving fem acc pl ταριχηίᾱς , ταριχηίη preserving fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοταριχεία — η η τέχνη τής ταριχεύσεως ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + ταριχεία (< ταριχεύω)] … Dictionary of Greek
ταριχειῶν — ταρῑχειῶν , ταριχεία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχεῖαι — ταρῑχεῖαι , ταριχεία fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχείαις — ταρῑχείαις , ταριχεία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχείαν — ταρῑχείᾱν , ταριχεία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)